θάμνος

θάμνος
Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές διακλαδώσεις μόνο στη βάση και άλλοι των οποίων οι διακλαδώσεις συνεχίζονται σε όλο το μήκος ενός ή περισσότερων κεντρικών βλαστών. Θ. είναι το ευώνυμο, η μυρτιά, το πυράκανθο, η πικροδάφνη, η τριανταφυλλιά και ο ράμνος. Επίσης, μικροί θ. θεωρούνται τα πολυετή χαμαίφυτα ή φρύγανα, που είναι αποξυλωμένα μόνο στη βάση των βλαστών, όπως για παράδειγμα η αφάνα, ο απήγανος, η ευφορβία η ακανθόθαμνος κλπ. θαμνότοποςλόγγος. Περιοχή κατάφυτη από αυτοφυείς θ., που συγκροτούν, ανάλογα με τις οικολογικές συνθήκες, θαμνώδεις διαπλάσεις. Από φυτοκοινωνική άποψη, διακρίνονται σε διαπλάσεις αειθαλών θ., που απαντώνται στα υποτροπικά και τροπικά όρη, διαπλάσεις ερεικώνων (ερείκη, καλούνα, βακίνιο), διαπλάσεις υπάλπειων θ., όπως στα όρη πολλών ορεινών περιοχών κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας (γιουνίπερος ο οξύκεδρος) και διαπλάσεις σκληρόφυλλων θ., οι οποίες στις παραμεσόγειες περιοχές και ανάλογα με τη σύσταση του εδάφους συγκροτούν: α) στα ασβεστούχα εδάφη, ενώσεις από ξηρόφυλλους θ. (κίστος, πουρνάρι, γιουνίπερος, δεντρολίβανο, θυμάρι) ή από ραβδοειδείς (σπάρτο, εφέδρα) ή από ακανθωτούς θ. και φρύγανα (αφάνα, γενίστα, γλοβουλαρία) και β) στα πυριτικά εδάφη τη λεγομένη μακία βλάστηση.
* * *
ο (AM θάμνος, Α και θάμνος, ή)
(θοτ.) ξυλώδες φυτό με ύψος το πολύ ώς τρία μέτρα, χωρίς κεντρικό κορμό και με βλαστό ο οποίος χαρακτηρίζεται από έντονη διακλάδωση που αρχίζει συνήθως από το επίπεδο τού εδάφους
αρχ.
βλαστάρι («θάμνος ἐλαίης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάμνος συνδέεται με τα θαμινός, θαμά (πρβλ. πυκνός - πυκινός -πύκα), παρά τη διαφορά στη σημασία τους. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. θάμνος προήλθε από αμάρτ. *θαμυ-νός, το οποίο υπήρχε παράλληλα προς το επίθ. *θαμύς (βλ. θαμέες). Από το *θαμυνός, που αργότερα ουσιαστικοποιήθηκε και αναβίβασε τον τόνο, προήλθε με συγκοπή το θάμνος.
ΠΑΡ. θαμνώδης.
ΣΥΝΘ. θαμνοειδής
αρχ.
θαμνοφάγος
μσν.- νεοελλ.
θαμνών(ας)
νεοελλ.
θαμνόβιος, θαμνοσκεπής, θαμνόφυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θάμνος — bush masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμνος — ο φυτό που δεν έχει κεντρικό κορμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουράγκαθο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι ονόπορδο το ακάνθιο. Γαϊδουράγκαθο, θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. * * * το βοτ. άγριο φυτό της τάξης των Συνθέτων* ή των Σκιαδοφόρων* …   Dictionary of Greek

  • αλιμιά — Θάμνος της ελληνικής χλωρίδας, του γένους ατρίπληξ, της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Αναπτύσσεται εύκολα και γρήγορα, φτάνει σε ύψος τα 2μ., έχει ωραίο αργυρόχρωμο φύλλωμα και αντέχει στην ξηρασία και την αρμύρα. Χάρη σε αυτά τα προσόντα της, η… …   Dictionary of Greek

  • γενίστα — Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2 3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του… …   Dictionary of Greek

  • γερόκλαδο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των θυμελαιιδών. Έχει ύψος έως 1 μ. με πολλά κλαδιά και φύλλα στρογγυλά και άσπρα. Τα άνθη του είναι κίτρινα και παρουσιάζονται στην κορυφή των διακλαδώσεων. Είναι γνωστός με την επιστημονική ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κουφοξυλιά ή αφροξυλιά — Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των καπριφολιιδών (δικοτυλήδονα), κοινός στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, μέσα σε δροσερούς δασότοπους, σε φράχτες, σε ρυάκια κλπ. Η επιστημονική ονομασία του είναι Sambucus nigra. Είναι φυλλοβόλο… …   Dictionary of Greek

  • θάμνοι — θάμνος bush masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμνοιο — θάμνος bush masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”